- δύστονος
- (I)-η, -ο1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς*- + τόνος].————————(II)δύστονος, -ον (Α)αξιοθρήνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς*- + -στονος < στένω*].
Dictionary of Greek. 2013.